-
1 κυψέλη
κυψέλη, ἡ (vgl. κύπη), jede Höhlung, bes. die Ohrhöhle, auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. κύφελλον. – Gefäß, Kasten, Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνϑιοι κυψέλας, bes. geflochtener Bienenkorb, Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, ἀγγεῖον εἰς ἀπόϑεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον ϑῆκαι φρονήσεως.
-
2 κυψέλη
κυψέλη, ἡ, jede Höhlung, bes. die Ohrhöhle, auch das darin befindliche Schmalz. Gefäß, Kasten, Kiste; τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνϑιοι κυψέλας, bes. geflochtener Bienenkorb; auch zu Getreide
См. также в других словарях:
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek